- οἰσυοπλόκος
- οἰσῠοπλόκος, ον,A plaiting osier-twigs, Poll.7.175.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οισυοπλόκος — οἰσυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει διάφορα αντικείμενα, όπως λ.χ. καλάθια, με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] … Dictionary of Greek
οἰσυοπλόκος — plaiting osier twigs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσυοπλόκον — οἰσυοπλόκος plaiting osier twigs masc/fem acc sg οἰσυοπλόκος plaiting osier twigs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)